σιγμόν

σιγμόν
σιγμός
hissing
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σιγμός — ο, ΝΑ [σίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σίζω, συριστικός ήχος, συριγμός («ἀφίησι... τὰ μὲν συριγμόν,... τὰ δὲ σιγμὸν μικρόν, ὥσπερ αἱ χελῶναι», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”